σαλιώνω

σαλιώνω
μετ. слюнявить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σαλιώνω" в других словарях:

  • σαλιώνω — σαλιώνω, σάλιωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαλιώνω — Ν [σάλιο] επαλείφω ή υγραίνω μια επιφάνεια με σάλιο, σαλιάζω («σαλιώνω τα γραμματόσημα») …   Dictionary of Greek

  • σαλιώνω — σάλιωσα, σαλιώθηκα, σαλιωμένος, υγραίνω με σάλιο: Σάλιωσε την κλωστή και πέρασέ την στη βελόνα. – Σαλιώνω το τσιγάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλιωμα — το, Ν [σαλιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλιώνω, η επάλειψη επιφάνειας με σάλιο …   Dictionary of Greek

  • σιαλίζω — και σιελίζω ΝΑ [σίαλον / σίελον] εκκρίνω σάλιο νεοελλ. 1. (μτβ.) επαλείφω ή βρέχω κάτι με σάλιο, σαλιώνω 2. μτφ. σαλιαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σιαλώνω — Ν [σίαλον] 1. σαλιώνω 2. (σχετικά με τις τροφές κατά τη μάσηση) αναμιγνύω με σάλιο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»